- πολυγηθής
- -ές, και δωρ. τ. πολυγαθής και πολύγηθος, -ον, Ατερπνός, ευχάριστος («πολυγηθὴς Διώνυσσος», Ησίοδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -γηθής / -γηθος (< γῆθος, τὸ «χαρά»), πρβλ. ευ-γηθής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυγηθής — much cheering masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυγηθῆ — πολυγηθής much cheering neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πολυγηθής much cheering masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πολυγηθής much cheering masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυγηθεῖς — πολυγηθής much cheering masc/fem acc pl πολυγηθής much cheering masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυγηθέα — πολυγηθής much cheering neut nom/voc/acc pl (epic ionic) πολυγηθής much cheering masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυγηθές — πολυγηθής much cheering masc/fem voc sg πολυγηθής much cheering neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυγηθοῦς — πολυγηθής much cheering masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυγηθέες — πολυγηθής much cheering masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυγηθέος — πολυγηθής much cheering masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυγαθέα — πολυγᾱθέα , πολυγαθής neut nom/voc/acc pl (epic ionic) πολυγᾱθέα , πολυγαθής masc/fem acc sg (epic ionic) πολυγᾱθέα , πολυγηθής much cheering neut nom/voc/acc pl (epic doric ionic) πολυγᾱθέα , πολυγηθής much cheering masc/fem acc sg (epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γήθος — γῆθος, το (Α) γηθοσύνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < γηθέω. Η λ. πρέπει να είναι αρχαία, παρ όλο που μαρτυρείται μεταγενέστερα, γιατί απαντά ως β συνθετικό ορισμένων συνθέτων που χρησιμοποιούνται στη γλώσσα τών επών (πρβλ. εύγᾱθής, μελιγᾱθής, πλουτογᾱθής,… … Dictionary of Greek